- πλησίγναθος
- -ον, Ααυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα μαγουλά του.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- τού πίμπλημι* «γεμίζω» (πρβλ. αορ. ἔ-πλησ-α) + γνάθος (πρβλ. πλατύ-γναθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλησίγναθος — filling the cheeks masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησίγναθον — πλησίγναθος filling the cheeks masc/fem acc sg πλησίγναθος filling the cheeks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)